H Μονή

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν» «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»

Ἡ Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος, βρίσκεται στό Νομό Καβάλας, στήν ἐπαρχία Παγγαίου καί ἀπέχει εἴκοσι χιλιόμετρα ἀπό τήν Καβάλα καί ὀκτώ ἀπό τήν πλησιέστερη κωμόπολη, τήν Ἐλευθερούπολη. Ἀπό Θεσσαλονίκη ἡ προσέλευση γίνεται ἀπό τήν παλιά ἐθνική ὁδό, μία ὥρα μετά τήν Ἀμφίπολη, στρίβοντας ἀριστερά στό χωριό Χρυσόκαστρο. Ἡ ἀνάβαση γίνεται εὔκολα ἀπό ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο μέχρι τήν πύλη τῆς Μονῆς.

Τό ὕψωμα πού βρίσκεται ἡ Μονή, λεγόταν ἀπό παλιά Ἀετοπλαγιά, καί μέχρι τό 1922 ἦταν τουρκικό χωριό, καί  ὀνομαζόταν Ἐλετζίκ. Μέ τήν μικρασιατική καταστροφή, ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι καί ἐγκαταστάθηκαν στά σπίτια τους πρόσφυγες Μικρασιάτες. Ἐπειδή οἱ συνθῆκες τῆς προσφυγιᾶς δέν τούς ἐπέτρεπαν τήν ἄμεση ἀνέγερση  Ἱεροῦ Ναοῦ, μετέτρεψαν τό ὑπάρχον τζαμί τῶν Τούρκων σέ χῶρο λατρείας καί τόν ἀφιέρωσαν στόν Ἅγιο Παντελεήμονα.

    Τό δύσβατο ὅμως τῆς περιοχῆς μαζί μέ τούς κινδύνους τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀνάγκασαν τούς κατοίκους νά τό ἐγκαταλείψουν τό 1950 καί νά ἐγκατασταθοῦν στό Χρυσόκαστρο. Ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος λειτουργοῦσε στή μνήμη του, ἀλλά ὑπέστη πολλές φθορές μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τήν ἔλλειψη συνεχοῦς φροντίδος, ὁπότε σχεδόν ἐρημώθηκε. Ἀλλά ὁ Ἅγιος δέν ἐπιθυμοῦσε τήν ἐγκατάλειψη καί εἶχε ἄλλα σχέδια γιά τό χῶρο καί τήν ἐκκλησία Του.

    Τό 1960 ἐμφανίζεται στόν ὕπνο ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, καί τοῦ ζήτησε νά πεῖ στούς γονεῖς του νά μεριμνήσουν γιά νά χτίσουν καινούριο Ναό. Ὑπέδειξε μάλιστα νά χτιστεῖ ὁ Ναός βορειότερα τοῦ ὑπάρχοντος πού ἦταν παλαιότερα τούρκικο τζαμί. Μέ τίς πρεσβεῖες Του, νέος Οἶκος οἰκοδομεῖται στόν  Ὕψιστο καί στόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα, μικρός, ἁπλός καί ἀπέριττος.

Ἡ  Ἱστορία τῆς δεύτερης φάσης τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, καλύπτει τήν περίοδο 1963 ἔτος ἀποπερατώσεως, ἕως τό 1978, ὁπότε λειτουργοῦσε μιά φορά τό χρόνο, στίς 27 Ἰουλίου, μέ πάνδημη λαϊκή πανήγυρη. Τό 1978 ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή καί τήν αὐγή τῆς νέας ἱστορίας τῆς Ἀετοπλαγιᾶς. Μέχρι τότε στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐλευθερουπόλεως, δέν λειτουργοῦσε καμία Μονή, γεγονός πού εὐαισθητοποίησε τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως κ.κ.  Ἀμβρόσιο, πού ποθοῦσε τήν ἁγιαστική παρουσία τῶν Μονῶν στά ὄρια τῆς ἐπαρχίας του. Ἀνέθεσε λοιπόν στόν τότε Ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεως, καί σημερινό Γέροντα τῆς Ἀδελφότητος, Ἀρχιμανδρίτη Φίλιππο Ἀβραμίδη, τήν ἀνεύρεση χώρου γιά τή δημιουργία Ἱερᾶς Μονῆς. Ἡ μόνιμη ἐγκατάσταση τοῦ Γέροντος ἔγινε τό 1978 μέ συνθῆκες ἰδιαίτερα δύσκολες πού τίς ἐξομάλυνε ὅμως ἡ ἐπίμονη πρόθεσίς του γιά τή δημιουργία ἐκ θεμελίων νέας Μονῆς.  Ἡ λατρευτική ζωή πῆρε ἀμέσως ρυθμό καί πρόγραμμα μοναστηριακό μέ τήν τέλεση ὅλων τῶν Ἀκολουθιῶν καθώς καί τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἀγρυπνιῶν μέ τή συμμετοχή λίγων κατοίκων τῆς περιοχῆς.

    Ἀρχικά ἔγινε ἡ διάνοιξη χωματόδρομου μέχρι τήν Μονή γιά νά εἶναι εὔκολη ἡ ἀνάβαση μέ αὐτοκίνητο. Γρήγορα ἑτοιμάζεται τό πρῶτο μικρό κτίριο μέ λίγα κελλιά καί βοηθητικούς χώρους. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1981 ἐγκαθίστανται οἱ πρῶτες μοναχές καί ἐγκαινιάζεται ἡ λειτουργία τῆς γυναικείας ἀδελφότητος. Ἤδη σήμερα ἡ Μονή ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἀπό τήν Πολιτεία ὡς Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, μέ ἀπόφαση δημοσιευμένη στήν ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως καί  λειτουργεῖ εὐρύθμως ὡς Κοινόβιο, μέ Καταστατικό ἐγκεκριμένο ἀπό τήν  Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.  Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱδρύσεώς του, τό μοναστήρι θεμελιώθηκε στήν ζωντανή ἁγιορειτική παράδοση. Ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς προέρχεται ἀπό τό Ἡσυχαστήριο τῶν Δανιηλαίων στά Κατουνάκια. Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός του στήν ἁγιορειτική παράδοση, ἐσφράγισαν ἀνάλογα καί τή ζωή τῆς ἀδελφότητος. Πνευματικά εἶναι προέκταση τοῦ Ἁγίου Ὄρους στηριζόμενη στήν ἀκλόνητη πέτρα τῶν αἰωνόβιων θεσμῶν του.

Τό 1990 θεμελιώθηκε τό νέο λαμπρό Καθολικό, Ἁγιορειτικοῦ ρυθμοῦ, καί ἐγκαινιάσθηκε τό 2002 ὑπό τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου κ.κ. Εὐδοκίμου, μέ τήν παρουσία καί εὐλογία τῆς Ἁγίας Ζώνης ἀπό τήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου. Σ’ αὐτό τελοῦνται καθημερινά ὅλες οἱ ἱερές Ἀκολουθίες καθώς καί ἡ Θεία Λειτουργία, κατά τό ἁγιορειτικό Τυπικό καί πλῆθος κόσμου ἀπολαμβάνει τήν ἰαματική καί θεραπευτική χάρη τοῦ Ἁγίου.

Τό βασικό πρόγραμμα Ἀκολουθιῶν στήν Ἱερά Μονή ἔχει ὡς ἐξῆς τίς καθημερινές:

    3.30´π.μ. – 7.30´π.μ. Μεσονυκτικό,  Ὄρθρος,  Ὧρες, Θεία Λειτουργία.

    1μ.μ. Παράκλησις.

    4.30´μ.μ. – 5.30´ μ.μ.  Ἑσπερινός.

    7μ.μ. τή χειμερινή περίοδο καί 8μ.μ. τήν θερινή, Ἀπόδειπνο.

    Τίς Κυριακές ἡ πρωινή Ἀκολουθία καί Θεία Λειτουργία 4π.μ. – 10μ.μ.

    Σάββατο καί Κυριακή ὁ  Ἑσπερινός στίς 5μ.μ.

    Κατά τίς Δεσποτικές, Θεομητορικές καί Ἑορτές μεγάλων Ἁγίων τό πρόγραμμα μεταβάλλεται καί τελεῖται Ἀγρυπνία ἤ πανηγυρικός Ἑσπερινός. 

Στό Μοναστήρι φυλάσσεται ἀκόμη ἀκριβές ἀντίγραφο τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας Τριχερούσης πού ὑπάρχει στήν Ἱερά Μονή Χιλιανδαρίου Ἁγίου Ὅρους. Ἡ ἐγκαθίδρυσίς Της στό Μοναστήρι, ἐγκαινίασε μιά νέα περίοδο, πλήρη πνευματικῶν ἀγαθῶν. Οἱ θαυματουργίες καί οἱ παρηγορίες Της παραμένουν ἀμείωτες καί δαψιλεῖς σ’  ὅσους μέ πίστη καί ἐλπίδα τήν ἐπικαλοῦνται.  Ἡ μνήμη Της ἐπιτελεῖται πανηγυρικά στίς 12  Ἰουλίου.

Ἐκτός ἀπό τούς ἀπαραίτητους χώρους διαβιώσεως καί διακονίας τῶν μοναζουσῶν, ὑπάρχει καί μικρός ξενώνας μέ δυνατότητα φιλοξενίας εἴκοσι ἀτόμων. Οἱ ἀδελφές ἐπιδίδονται στήν  ἁγιογραφία, στό κέντημα ἱερῶν ἀμφίων καί καλυμμάτων, στήν ἐκμάθηση τῆς παραδοσιακῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καί τήν κατασκευή καλλιτεχνικῶν ἐργοχείρων.

Ἡ Ἱερά Μονή πανηγυρίζει κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στίς 27  Ἰουλίου καί κατά τήν 12ην   Ἰουλίου, ἑορτήν τῆς Ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας Τριχερούσης

Φωτογραφίες