Μοναχισμός

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν» «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»

« Τῶν μοναζόντων καί ἀειπαρθένων ὁ βίος, ὑπερβαίνων τήν τῶν ἀνθρώπων πολιτείαν, ἀγγελικός τυγχάνει ». ( Ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ Θηβαῖος ).

    Τά ἀνωτέρω σοφά λόγια τοῦ θεοφόρου πατρός, δηλοποιοῦν τή θέση πού κατέχει ὁ εὐλογημένος μοναχισμός στό θεῖο καθίδρυμα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.  Ἀποτελεῖ καύχημα, σέμνωμα, δόξα καί κάλλος καί στέφανον τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ μοναχική ἀγγελοειδής πολιτεία.

    Οἱ ρίζες της  ἀνευρίσκονται στόν ἴδιο τόν Κύριο πού κατά τήν ἐπίγεια ζωή Του, πολλάκις « ἦν αὐλιζόμενος ἐν ταῖς ἐρήμοις » (Λκ. α’ 80 ), ὅπου βίωνε σκληρή ἀσκητική ζωή, μέ προσευχή καί νηστεία.  Παρέμεινε δέ καί ἐπί τεσσαράκοντα ἡμέρας τελείως νῆστις, διερχόμενος ἄκρα ἀσκητική διαγωγή, δίδων  ὁ ἴδιος τό πρότυπο εἰς τίς μέλλουσες γενεές τῶν ἀσκητῶν. Μέ τούς ἀποστόλους δέ καί μαθητές Του, διῆγε τόν κοινοβιακόν βίον καί « ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά » (Πρξ. 2,44), ὑπῆρχε δέ ἀδιάκριτος ὑπακοή τῶν ἀποστόλων πρός τόν Διδάσκαλό τους, πού εἶναι τό μέγιστο ὑπόδειγμα ὑπακοῆς πρός τόν Πατέρα,  «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. » (Φι. 2,8).

    Κατά τά πρῶτα χρόνια ἐξάπλωσης τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, δημιουργοῦνται εἰδικές τάξεις παρθένων γυναικῶν,   ἀφιερωμένων στό ἔργο τῆς προσευχῆς καί τῆς διακονίας τῆς  Ἐκκλησίας,  ἐντός τῶν πόλεων.  Ἡ ἀφιέρωση αὐτή τῶν ψυχῶν, παίρνει ἀγωνιστική καί ὁμολογιακή μορφή στά χρόνια τῶν σκληρῶν διωγμῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁπότε μετά σπουδῆς εἰσέρχονται εἰς τό στάδιον τῆς ἀθλήσεως, πορφυρώνοντας μέ τό αἷμα τῆς ἀθλήσεως τήν λευκή στολή τῆς παρθενίας.  Ὅλοι κατεπείγοντο νά ἑνωθοῦν μετά τοῦ οὐρανίου Νυμφίου καί ὑπέμειναν ἀφόρητα βασανιστήρια καί αἰκισμούς, «  ἵνα μόνον Χριστόν κερδήσωσιν ». (Φι. 3,8 ).

    Μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καί τήν εἰρηνική διαβίωση τῶν χριστιανῶν, δημιουργεῖται ἀναχωρητικό ρεῦμα ἀρχικά κοντά στίς πόλεις καί μέ πρωτοπόρο τόν Μέγα  Ἀντώνιο,  «  εἰς τάς ἀβάτους ἐρήμους », γιά σκληρότερη διαγωγή καί πάλη σῶμα μέ σῶμα μέ τίς ἐνοικοῦσες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τό σωματικό μαρτύριο ἀντικαθίσταται ἀπό τό ἀένναο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Ἀπ’ αὐτή τήν περίοδο ἔχουμε δείγματα ὑπεράνθρωπης ἄσκησης τῶν πατέρων.

    Γρήγορα ἐπιβάλλεται ἡ ὀργάνωσις τῶν μεμονωμένων ἀσκητῶν σέ σκῆτες καί σέ Κοινόβια. Οἱ ἅγιοι Παχώμιος καί Βασίλειος εἶναι θεσμοθέτες τοῦ Κοινοβιακοῦ πολιτεύματος, συγγράφοντας λεπτομερεῖς κανόνες λειτουργίας του, κατά τήν ἀποστολική προτροπή: «  πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω ». (Α´  Κο 14,40 ).

Κεντρικό πρόσωπο στή ζωή τοῦ Κοινοβίου εἶναι ὁ Γέροντας -ἤ ἡ Γερόντισσα στά γυναικεῖα-, πού ἱστάμενος εἰς τύπον Χριστοῦ, ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ἀδελφότητα, ὀργανώνει τή ζωή, ρυθμίζει τήν διακονία, τήν δίαιτα καί τό πνευματικό πρόγραμμα ἑκάστου ἀδελφοῦ, μέ σύνεση καί διάκριση, «γενόμενος τά πάντα τοῖς πᾶσι» (Α´ Κο 9,22). Εἶναι ὁ προεστώς καί νυμφαγωγός τῶν ψυχῶν, στολισμένος μέ πνευματικά χαρίσματα καί ἀρετές τά ὁποῖα ὀφείλει νά καλλιεργεῖ καί ἐπαυξάνει στόν λογικό ἀμπελῶνα τοῦ Κοινοβίου «  ἵνα πολύν καρπόν φέρῃ »  ( Ἰω. 12,24). Οἱ ἀδελφοί ὀφείλουν ἀδιάκριτη καί ἀκριβῆ ὑπακοή στίς ἐντολές του, σάν ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ προερχόμένων. «  Χρή τόν ἀληθῶς ὑπήκοον, ἔχειν καθαράν καί ἄδολον πίστιν πρός τόν ἑαυτοῦ ἐπιστάτην, ἐπί τοσοῦτον, ὡς δοκεῖν αὐτόν τόν Χριστόν βλέπειν καί ὑποτάσσεσθαι, ὡς φησίν ὁ Κύριος  Ἰησοῦς:  «  ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει· καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμέ ἀθετεῖ ». ( Κάλλιστος Ξανθόπουλος ,  Ρ.G 147)

    Σ’ αὐτό τό σχῆμα τοῦ Κοινοβίου, λειτουργοῦν σήμερα ὅλες οἱ Μονές στήν πατρίδα μας, ὅπου, ἐκτός  Ἁγίου  Ὄρους, ἀκμάζουν οἱ γυναικεῖες κατά τά τελευταῖα σαράντα χρόνια, μέ μεγάλη προσέλευση ἀδελφῶν. « Στρατεύεται γάρ καί τό θῆλυ παρά Χριστοῦ, οὐ διά τήν τοῦ σώματος ἀσθένειαν ἀποδοκιμαζόμενον, καί πολλαί γυναῖκες ἠρίστευσαν ἀνδρῶν οὐκ ἔλαττον.  Ἐκ τούτων εἰσίν αἱ τῆς παρθενίας πληροῦσαι τόν χορόν » ( Μ. Βασίλειος, Ἀσκητική προδιατύπωσις,

Ρ G,31)

    Κατά τά πρότυπα τῶν πρώτων γυναικείων Κοινοβίων, ὅπου τήν πνευματική ἐπιστασία ἀσκοῦσε  ὁ πνευματικός πατήρ τῆς ἀδελφότητος, -συνήθως ἡγούμενος ἀνδρικοῦ Κοινοβίου- ὅλα τά γυναικεῖα Κοινόβια λειτουργοῦν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση Γέροντος καί Πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος συνεργαζόμενος  μέ τήν Γερόντισσα, ποιμαίνει τήν ἀδελφότητα.

    Ἡ εἴσοδος στή μοναχική ζωή, εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλευθέρας βουλήσεως καί θείας νεύσεως εἰς τήν καρδίαν τῆς προσερχομένης.  Ἀκολουθεῖ τριετής συνήθως δοκιμασία, ὅπου δοκιμάζεται ὁ πόθος, ἡ ἐμμονή στήν ἀρχική πρόθεση ἀπαρνήσεως τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καί τοῦ οἰκείου θελήματος, ἡ προθυμία στήν ὑπακοή καί στήν ἄσκηση, ἡ ἀγάπη στήν λατρευτική ζωή, ἡ ὁμαλή ἔνταξη στό ρυθμό τῆς μοναστηριακῆς ζωῆς, ἡ ἐγκαρτέρηση στούς πολυειδεῖς πειρασμούς.  Τήν ἐπιβεβαίωση τῆς σταθερῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀνωτέρω, ἐπισφραγίζει ἡ  Ρασοφορία τῆς ἀδελφῆς, ὅπου ἀλλάζει τό ὄνομα, -συμβολική ἀπόταξη ὅλου τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου-καί ἀρχίζει ἡ νόμιμος ἄθλησις εἰς τό στάδιον τοῦ μοναχικοῦ ἀγῶνος.

     Ἡ  Ἀκολουθία τοῦ μεγάλου καί ἀγγελικοῦ Σχήματος, ὅπου ἡ μοναχή λαμβάνει δεύτερον βάπτισμα καί δίνει τίς φρικτές ὑποσχέσεις – διά βίου τήρησης παρθενίας, ὑπακοῆς καί ἀκτημοσύνης,- ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, εἶναι ἡμέρα πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως γιά ὅλη τήν ἀδελφότητα. «  Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπί τῷ Κυρίῳ· ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου », ψάλλεται στό τέλος τῆς ἐνδύσεως τῶν μοναχικῶν ἐνδυμάτων, πού κατατάσσουν τήν μοναχή στήν ἐπίλεκτη στρατεία τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, στήν ἰσάγγελη χορεία τῶν ἐπί γῆς πολιτευομένων μοναχῶν. « Ἐνδεδυμένη τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, περιεζωσμένη τήν ὀσφύν ἐν ἀληθείᾳ, ἐνδυσαμένη τόν θώρακα τῆς δικαιοσύνης,  ὑποδησαμένη τούς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί ἀναλαβοῦσα τόν θυρεόν τῆς πίστεως καί δεχομένη τήν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου καί τήν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος » (πρβλ.  Ἐφ. 6, 11-17 ), ἐξέρχεται στόν πνευματικό στίβο, νά πολεμήσει τούς τρεῖς ἐχθρούς τοῦ μοναχοῦ, κόσμον, σάρκα καί διάβολον καί διά τῆς συνεχοῦς νήψεως, καταστήσει τόν ἐαυτόν της ναόν Θεοῦ καί δοχεῖον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Ἰδιαίτερα στό κελλί της, μέ τήν ἐγρήγορση, τήν νήψη καί τήν συναγωγή τῶν λογισμῶν, διατηρεῖ ἄσβεστον τό φῶς τῆς ψυχῆς, κατακοσμώντας τήν λαμπάδα μέ τό ἔλαιον τῆς μυστικῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ.  Στή συναναστροφή δέ μέ τίς ἀδελφές, διαφυλάσσεται ἡ ἀγάπη ὡς σύνδεσμος ἀρετῶν καί ὁμοίωσις Θεοῦ.

            Ἔτσι καθίσταται τό Κοινόβιο, ἐπίγειος οὐρανός καί παράδεισος ἐν γῇ πεφυτευμένος καί τῇ κραταιᾷ χειρί τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ σκεπόμενος διαπαντός.  Ἔως νά μεταφυτευθῆ εἰς τήν ἐπουράνιος πόλιν, « αὕτη ἔστίν ἡ Ἰερουσαλήμ καί ἡ τοῦ Θεοῦ Βασιλεία.  Αὕτη ἡ χώρα, νεφέλη ἐστίν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, εἰς ἥν μόνοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ εἰσελεύσονται, τοῦ θεάθασθαι τό πρόσωπον τοῦ ἰδίου Δεσπότου » ( Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά , σελ. 177-178).

Φωτογραφίες